-
1 κελαινιάω
κελαινιάω, schwarz sein, sich schwärzen; νεφέων δὲ κελαινιόωσι καλύπτραι Opp. Hal. 4, 67; κελαινιόωντι πέπλῳ Nonn. D. 38, 18.
1 κελαινιάω
κελαινιάω, schwarz sein, sich schwärzen; νεφέων δὲ κελαινιόωσι καλύπτραι Opp. Hal. 4, 67; κελαινιόωντι πέπλῳ Nonn. D. 38, 18.